-
1 έκταση
[-ις (-εως)] η1) вытягивание, протягивание (рук, ног); 2) расширение; удлинение; 3) мед. расширение;έκταση αορτής — расширение аорты;
4) пространство, площадь; протяжённость;καλλιεργήσιμες εκτάσεις посевная площадь;σε έκταση πέντε χιλιομέτρων — на протяжении пяти километров;
η έκταση της πόλεως — площадь города;
απέραντη έκταση — необъятное пространство, необъятный простор;
σ' όλη την έκταση — во всю ширь;
5) размер, масштаб, объём; размах;έκταση γνώσεων — объём знаний;
έκταση εργασιών — объём работ;
έκταση της καταστροφής — размер бедствия;
σε μικρή (μεγάλη) έκταση — в небольших (широких) размерах;
έκταση του κινήματος — размах движения;
έκταση της ανοικοδόμησης — размах строительства;
6) грам, удлинение (гласного);7) муз. интервал; 8) физ. амплитуда; § εν εκτάσει подробно, пространно;έκταση χρόνου — продолжительность, длительность;
βολής — воен, дальнобойность -
2 έκταση
[эктаси] ουσ. Θ. протяжение, пространство,εκ.έλεση [эктэлэси] ουσ. Θ. выполнение, казнь,εκ.ελεστικός [эктэлэсгикос] εχ. исполнительный,εκ.ελώ [эктэло] р. выполнять, казнить.εκ.ίμηση [эктимиси] ουσ. Θ. оценка, почитание, уважение,εκ.ιμητής [эктимитис] ουσ. а. оценщик.εκ.ιμώ [эктимо] р. оценивать, почитать, уважать,εκ.όξευση [ектоксефси] ουσ. Θ. метаниеεκ.οξεύω [эктоксэво] р. бросать, метать,εκ.οπίζω [эктопизо] р. смещать, перемещать,εκ.όπιση [эктописи] ουσ. Θ. смещение, перемещение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκταση
-
3 έκταση
[эктаси] ουσ θ протяжение, пространство. -
4 απέραντος
-
5 κυβικός
-
6 περιορισμένος
η, ο[ν]1) ограниченный;άνθρωπος με περιορισμένοςο μυαλό — ограниченный человек;
περιορισμένος νούς — ограниченный ум;
ο περιορισμένος χαρακτήρας — ограниченность;
2) ограниченный, небольшой, умеренный;η περιορισμένοςη έκταση — небольшие размеры
См. также в других словарях:
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
έκταση — η 1. άπλωμα, τέντωμα: Έκταση των ποδιών. 2. αύξηση των διαστάσεων σε μήκος ή πλάτος ή και στα δύο, επιμήκυνση, διεύρυνση. 3. οι διαστάσεις επιφάνειας, εμβαδό, περιοχή: Η έκταση του οικοπέδου. – Απέραντες εκτάσεις. 4. χρονική διάρκεια: Πήρε έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
Γουαδελούπη — Έκταση: 1.780 τ. χλμ. Πληθυσμός 435.739 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπας Τερ.Αρχιπέλαγος εννέα νησιών στην ανατολική Καραϊβική θάλασσα, που αποτελεί γαλλικό υπερπόντιο έδαφος. Η συνολική έκταση των νησιών είναι 1.780 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 435.739… … Dictionary of Greek
δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek